- Μελέτιος
- Μελέτιος, ο και Μελέτης, οκύριο όνομα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Μελέτιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελέτιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. (; – 381 μ.Χ.). Αρχιεπίσκοπος Αντιόχειας (361 81). Ήταν επίσκοπος στη Σεβάστεια της Μικράς Αρμενίας, αλλά το 360 εξελέγη επίσκοπος Αντιόχειας, αντικαθιστώντας τον αρειανό Ευδόξιο που μετατέθηκε στην … Dictionary of Greek
Μελέτιος ο Γεωγράφος — (Μιχαήλ Μήτρου, Ιωάννινα 1661 – Κωνσταντινούπολη 1714). Λόγιος, κληρικός και συγγραφέας. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές στην πατρίδα του, κοντά στον Βησσαρίωνα Μακρή, ενώ τις συμπλήρωσε αργότερα στην Πάντοβα (1681 86), όπου επιδόθηκε κυρίως στη… … Dictionary of Greek
Κουμάνταρος, Μελέτιος ή Αναγνώστης — (19ος αι.). Αγωνιστής του 1821 από τη Βαμβακού Λακεδαίμονας. Ήταν αρχηγός μιας οικογένειας, πολλά μέλη της οποίας πήραν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση. Αρχικά υπήρξε πρόκριτος της περιοχής, αργότερα μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και ως Φιλικός… … Dictionary of Greek
Πηγάς, Μελέτιος — (Χάνδακας, Κρήτη 1549 – Αλεξάνδρεια 1601). Πατριάρχης Αλεξανδρείας κι ένας από τους πιο αξιόλογους ιεράρχες και λόγιους των χρόνων της τουρκοκρατίας. Μαθητής του Μελέτιου Βλαστού στην Κρήτη, συμπλήρωσε αργότερα τις σπουδές του στην Πάντοβα της… … Dictionary of Greek
Συρίγος, Μελέτιος — Ιεροκήρυκας και συγγραφέας (Χάνδακας Κρήτης 1586 Κωνσταντινούπολη 1664). Μαθητής του Μελέτιου Βλαστού στο σιναϊτικό μετόχι του Χάνδακα (Ηρακλείου) και του Θεόφιλου Κορυδαλλέα στη Βενετία (γύρω στα 1610), σπουδαστής της ιατρικής στο πανεπιστήμιο… … Dictionary of Greek
Μελετίου — Μελέτιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελετίῳ — Μελέτιος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελέτιε — Μελέτιος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελέτιον — Μελέτιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)